- αλευτέρωτος
- -η, -οβλ. αλευθέρωτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλευθέρωτος — αλευθέρωτος, η, ο και αλευτέρωτος, η, ο 1. αυτός που δεν ελευθερώθηκε: Όταν γεννήθηκα, η Μακεδονία ήταν ακόμη αλευτέρωτη. 2. αυτός που δεν απαλλάχτηκε από κάποια υποχρέωση ή κάποιο βάρος: Έμενε πάντα αλευτέρωτος από οικογενειακές υποχρεώσεις. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλευθέρωτος — και αλευτέρωτος, η, ο [λευθερώνω, λευτερώνω] 1. αυτός που δεν ελευθερώθηκε, που εξακολουθεί να ζει σε κατάσταση δουλείας 2. αυτός που δεν απαλλάχθηκε από το φορτίο ή τις υποχρεώσεις του 3. (για εγκύους) αυτή που δεν γέννησε ακόμη … Dictionary of Greek
ανελευθέρωτος — ανελευθέρωτος, η, ο και αλευτέρωτος, η, ο αυτός που δεν ελευθερώθηκε, ο σκλάβος: Το αφεντικό τού ζητούσε να δουλεύει στη δουλειά του σαν σκλάβος ανελευθέρωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)